σχοινιάζω

σχοινιάζω
και σκοινιάζω Ν [σχοινί/σκοινι]
(για λαχανικά που δεν βράζουν) γίνομαι σκληρός και άνοστος σαν σχοινί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκοινιάζω — Ν βλ. σχοινιάζω …   Dictionary of Greek

  • σχοίνιασμα — και σκοίνιασμα, το, Ν [σχοινιάζω] 1. (για λαχανικά) σχηματισμός ινοειδών συμπλεγμάτων μετά από βράσιμο 2. πληγή στα πόδια ζώου από σφιχτό δέσιμο με σχοινί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”